- πορνεύομαι
- быть, становиться проституткой, заниматься проституцией
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εταιρεύομαι — ἑταιρεύομαι (Α) [εταίρος] (για άνδρες) εκδίδω τον εαυτό μου, πορνεύομαι … Dictionary of Greek
εταιρώ — ἑταιρῶ, έω (Α) [εταίρος] 1. κάνω παρέα με κάποιον 2. (για μικρά αγόρια ή κορίτσια) επιδίδομαι με πληρωμή σε ασελγείς πράξεις, ζω βίο πορνικό, έχω εραστή («οὐκέτι φαίνεται μόνον ἡταιρηκώς, ἀλλὰ καὶ πεπορνευμένος», Αισχίν.) 3. φρ. «φιλία ἑταιροῡσα» … Dictionary of Greek
μωραίνω — (ΑΜ μωραίνω) 1. (αμτβ.) συμπεριφέρομαι, μιλώ ή ενεργώ ως ανόητος, μωραίνομαι, αποβλακώνομαι, ανοηταίνω 2. (μτβ.) καθιστώ ή αποδεικνύω κάποιον ή κάτι ανόητο («μωραίνει Κύριος ὃν βούλεται ἀπολέσαι», ΚΔ) (μσν. αρχ.) (το παθ.) μωραίνομαι… … Dictionary of Greek
πορνεύω — ΝΜΑ [πόρνη] 1. παρέχω το σώμα μου για σαρκική ηδονή έναντι χρηματικής αμοιβής («μειράκιον μὲν οὖν πάνυ ὡραῑον... ἀνέδην ἐπόρνευε καὶ συνῆν ἐπὶ μισθῷ τοῑς βουλομένοις», Λουκιαν.) 2. μέσ. πορνεύομαι είμαι ή γίνομαι πόρνη νεοελλ. κάνω μια γυναίκα… … Dictionary of Greek
εκδίδω — έκδωσα, εκδόθηκα, εκδομένος, μτβ. 1. βγάζοντας δίνω. 2. τυπώνω κάτι και το θέτω σε κυκλοφορία, δημοσιεύω, βγάζω: Εκδίδει εφημερίδα. – Η τράπεζα έκδωσε νέα χαρτονομίσματα. 3. (μεταξύ κρατών), παραδίνω αλλοδαπό εγκληματία στις αρχές τις πατρίδας,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πορνεύω — πόρνεψα, πορνεύτηκα 1. μτβ., κάνω γυναίκα να γίνει πόρνη, εκπορνεύω, διαφθείρω. 2. το μέσ., πορνεύομαι είμαι πόρνη, παραδίνομαι με αμοιβή σε άντρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)